- φυλάκειο
- [филакио] ουσ ο сторожевой пост, караульное помещение.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
φυλακείο — το / φυλακεῑον, ΜΑ [φύλαξ, ακος] κτήριο στο οποίο διαμένουν οι άνδρες τής φρουράς μσν. ύφασμα που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες κατά την εμμηνορρυσία αρχ. το σύνολο τών φρουρών, η φρουρά … Dictionary of Greek